δαδί


δαδί
Προφορά

Ετυμολογία
δαδί δαδίον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού δάς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δαδί

✦ μικρό κομμάτι ρετσινωμένου ξύλου (από πεύκο ή άλλο δέντρο) που χρησιμεύει για προσάναμμα: έκοβε η φλόγα του δαδιού τη νύχτα σαν ψαλίδι (Ν. Βρεττάκος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.