δίσκος
Προφορά
Ετυμολογία
δίσκος αρχαία ελληνική δίσκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δίσκος
✦ κυκλική πέτρινη ή μεταλλική πλάκα κατάλληλη για το αγώνισμα της δισκοβολίας
✦ σκεύος για σερβίρισμα: και τους καρπούς γευόμουν απ’ το δίσκο (Άγγ. Σικελιανός)
✦ παρόμοιο σκεύος για τον άγιο άρτο
✦ καθετί με ανάλογο, κυκλικό σχήμα
✦ (ειδ.) λεπτή, κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη, με ηχητική εγγραφή, για αναπαραγωγή μελωδιών κτλ.: δίσκοι κλασικής – ελαφράς μουσικής
✦ (ανατομ.) μεσοσπονδύλιοι δίσκοι, μέσα συνενώσεως των σπονδυλικών σωμάτων
✦ (ηλεκτρον.) στρογγυλός πλαστικός ή μεταλλικός δίσκος με μαγνητική επίστρωση που φέρει ομόκεντρους κύκλους (αυλάκια) όπου εγγράφονται τα δεδομένα που μεταβιβάζονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
✦ δίσκος υπολογισμού, όργανο αποτελούμενο από δύο ομόκεντρους περιστρεφόμενους δίσκους που επιτρέπει τον υπολογισμό των σμικρυνόμενων ή μεγεθυνόμενων αναλογιών εικόνας που πρόκειται να φωτογραφηθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–