δίπλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
δίπλωμα αρχαία ελληνική δίπλωμα (= διπλωμένο έγγραφο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δίπλωμα
✦ δίπλωση, περιτύλιξη
✦ πτυχίο ανώτατης σχολής
✦ έγγραφο, που αναγνωρίζει ικανότητα, ειδικότητα ή προνόμιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–