δίνω


δίνω
Προφορά

Ετυμολογία
δίνω μεταγενέστερη ελληνική δίδω

Ερμηνεία
ρήμα δίνω

✦ μεταβιβάζω κάτι στο χέρι κάποιου, εγχειρίζω: του έδωσε την εφημερίδα να τη διαβάσει
✦ εκχωρώ, παραχωρώ
✦ πουλώ: στην ανάγκη, θα δώσει και το σπίτι του
✦ απονέμω: δίνω βαθμό, δίπλωμα, παράσημο κτλ.
✦ προσφέρω: πόσα του έδωσε για να μην μιλήσει;
✦ αποφέρω εισόδημα: απέραντα δάση, πλούσια γη που έδινε και σαράντα και πενήντα φορές ό,τι την έσπερνες (Άγγ. Βλάχος)
✦ χτυπώ
✦ φρ. δίνε του, φύγε αμέσως – του δίνω δρόμο, αποδιώχνω, απορρίπτω – του ‘δωσε τα παπούτσια στο χέρι, τον έδιωξε, τον απέπεμψε – δίνω σημεία ζωής, εμφανίζομαι – δίνω και παίρνω, διαδραματίζω σπουδαίο ρόλο – δίνω σε κάποιον να καταλάβει, εξηγώ λεπτομερώς – του ‘δωσε και κατάλαβε, τον επέπληξε – δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ το θυμό μου – δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι – δίνω το χέρι, βοηθώ: την είχε κοντά του πάνω στα όρη να του δίνει ένα χέρι στις δουλειές (Π. Πρεβελάκης) τη δίνει, μου αρέσει ή με ενοχλεί υπερβολικά
✦ (μέσ.) δίνομαι, αφοσιώνομαι σε κάτι: δόθηκε στον αγώνα για την ελευθερία – είναι δοσμένος στον αγώνα για τη δημοκρατία

Συνώνυμα

Αντίθετα
παίρνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.