δίκτυο
Προφορά
Ετυμολογία
δίκτυο αρχαία ελληνική δίκτυον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δίκτυο
✦ πλέγμα από νήματα ή σύρματα που χρησιμεύει για κυνήγι, ψάρεμα κτλ.
✦ σύμπλεγμα στο οποίο διασταυρώνονται και διακλαδίζονται δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές κτλ.
✦ σύνολο τηλεπικοινωνιακών γραμμών ή σταθμών
✦ σύνολο αλληλοσυνδεόμενων ηλεκτρονικών υπολογιστών
✦ πολύπλοκη οργάνωση προσώπων και μέσων για την επίτευξη ιδ. αθέμιτων σκοπών: δίκτυο κατασκόπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–