δίκαιος
Προφορά
Ετυμολογία
δίκαιος αρχαία ελληνική δίκαιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δίκαιος -η, -ο
✦ (για ενέργειες, κρίσεις κτλ.) σύμφωνος με το σωστό και το νόμιμο
✦ (για πρόσ.) αμερόληπτος, που κρίνει κατά τα νόμιμα: δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άδικος
Επιρρήματα
δίκαια (Κ δικαίως)