δίδυμος
Προφορά
Ετυμολογία
δίδυμος αρχαία ελληνική δίδυμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δίδυμος -η, -ο
✦ διπλός
✦ (για πρόσ.) που γεννήθηκε μαζί με τον άλλο στον ίδιο τοκετό
✦ κ. ως ουσ. πληθ. αρσεν. οι δίδυμοι κ. ουδ. τα δίδυμα, δίδυμοι αδελφοί
✦ στον εν. δίδυμος ως ουσ., ο ένας από τους διδύμους αδελφούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–