δίγλωσσος


δίγλωσσος
Προφορά

Ετυμολογία
δίγλωσσος αρχαία ελληνική δίγλωσσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίγλωσσος -η, -ο

✦ που μιλά δύο γλώσσες
✦ συνταγμένος σε δύο γλώσσες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.