δέχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
δέχομαι αρχαία ελληνική δέχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δέχομαι
✦ παίρνω κάτι που μου δίνουν
✦ συμφωνώ, παραδέχομαι: δέχομαι τις απόψεις σας
✦ υποδέχομαι, δεξιώνομαι: απόψε θα δεχτούμε τους φίλους μας
✦ δίνω ακρόαση: ο πρωθυπουργός δέχτηκε τους δημοσιογράφους
✦ ανέχομαι: δεν πρόκειται να δεχτώ παρεμβάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–