δέκα


δέκα
Προφορά

Ετυμολογία
δέκα αρχαία ελληνική δέκα

Ερμηνεία
δέκα

✦ άκλ. απόλ. αριθμητικό ο αριθμός που αποτελείται από μονάδες εννέα συν μία
✦ το δέκα ως ουσ., χαρτί της τράπουλας με δέκα σημεία μιας από τις τέσσερις κατηγορίες: δέκα σπαθί – δέκα κούπα – καρό – μπαστούνι
✦ φρ. οι δέκα πληγές του Φαραώ, οι δέκα θεομηνίες που, κατά την Παλαιά Διαθήκη, ενέσκηψαν στην Αίγυπτο για να εξαναγκαστεί ο Φαραώ να επιτρέψει την έξοδο των Εβραίων από τη χώρα· και κατ’ επέκτ. αθρόες και μεγάλες συμφορές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.