δάχτυλο
Προφορά
Ετυμολογία
δάχτυλο δάκτυλα, πληθ. του αρχαίου ελληνικού δάκτυλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δάχτυλο
✦ καθένα από τα πέντε άκρα των ποδιών και των χεριών στους ανθρώπους και σε πολλά ζώα (βλ. κ. δάκτυλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–