δάσος
Προφορά
Ετυμολογία
δάσος αρχαία ελληνική δάσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δάσος
✦ έκταση που καλύπτεται από δέντρα, ιδ. άγρια: το δάσος που λαχτάριζες ώσπου να το περάσεις (Μ. Μαλακάσης)
✦ (μτφ. ) πυκνή παρουσία υψιτενών αντικειμένων: ένα δάσος από σκαλωσιές το κέντρο της Αθήνας (Βήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–