γύλος


γύλος
Προφορά

Ετυμολογία
γύλος αρχαία ελληνική γύλος, που πιστοποιείται από το υποκοριστικό γυλίσκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γύλος

✦ είδος ψαριού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.