γυψού


γυψού
Προφορά

Ετυμολογία
γυψού γύψος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γυψού

✦ θηλ. γυψού αυτός που πουλά γύψο ή γύψινα αντικείμενα
✦ ο κατασκευαστής γύψινων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.