γυρωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
γυρωτικός αρχαία ελληνική γυρόω -ῶ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γυρωτικός -ή, -ό
✦ ο χρήσιμος ή κατάλληλος για γύρωση
✦ γυρωτικά καρφιά – γυρωτικοί ήλοι, καρφιά για την σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων, ά. πριτσίνια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–