γυναικαδέλφη


γυναικαδέλφη
Προφορά

Ετυμολογία
γυναικαδέλφη γυναίκα + αδελφός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γυναικαδέλφη

✦ θηλ. γυναικαδέλφη ο αδελφός ή η αδελφή της συζύγου ως προς το σύζυγο, κουνιάδος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.