γυναίκα
Προφορά
Ετυμολογία
γυναίκα μεσαιωνική ελληνική γυναῖκα, αιτ. του αρχαίου ελληνικού γυνή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γυναίκα
✦ άνθρωπος θηλυκού γένους
✦ κορίτσι ώριμο για γάμο
✦ η σύζυγος
✦ υπηρέτρια, οικιακή βοηθός: διατηρεί το σπίτι καθαρό, γιατί παίρνει γυναίκα δυο φορές την εβδομάδα
✦ ως χαρακτηρ. για άνδρα δειλό ή θηλυπρεπή
✦ φρ. πυρ, γυνή και θάλασσα, η γυναίκα είναι επικίνδυνη όπως ή όσο η φωτιά και η θάλασσα – συν γυναιξί και τέκνοις, μαζί, από κοινού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–