γυμνός
Προφορά
Ετυμολογία
γυμνός αρχαία ελληνική γυμνός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γυμνός -ή, -ό
✦ ο χωρίς ρούχα
✦ ρακένδυτος, κουρελής
✦ (για τόπους) άδεντρος, έρημος: γυμνό τοπίο – γυμνή έκταση
✦ (για πράγματα) ο βγαλμένος από τη θήκη του: γυμνό σπαθί
✦ ο χωρίς διακόσμηση ή επίπλωση: μπήκαμε σε μια κάμαρα εντελώς γυμνή
✦ (μτφ. ) ξεκάθαρος, σαφής: αυτή είναι η γυμνή αλήθεια
✦ το γυμνό, (στην τέχνη) ζωγραφική ή γλυπτική απεικόνιση ανθρώπινου σώματος χωρίς περιβολή
Συνώνυμα
γδυτός, τσίτσιδος
Αντίθετα
ντυμένος ,συγ(κε)καλυμμένος
Επιρρήματα
γυμνά (Κ γυμνώς)