γυλιός


γυλιός
Προφορά

Ετυμολογία
γυλιός αρχαία ελληνική γυλιός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γυλιός

✦ είδος ατομικού σάκου των στρατιωτών, που κρεμιέται στον ώμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.