γυαλόχαρτο
Προφορά
Ετυμολογία
γυαλόχαρτο γυαλί + χαρτί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γυαλόχαρτο
✦ ειδικό χαρτί με επικολλημένα θρύμματα γυαλιού, χρησιμοποιούμενο για τη λείανση σκληρών επιφανειών (ιδ. ξύλινων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–