γυαλιστός


γυαλιστός
Προφορά

Ετυμολογία
γυαλιστός γυαλίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ γυαλιστός -ή, -ό

✦ αυτός τον οποίο έχουν γυαλίσει, στιλβωμένος, λουστραρισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.