γυαλίζω


γυαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
γυαλίζω μεταγενέστερη ελληνική ὑαλίζω

Ερμηνεία
ρήμα γυαλίζω

✦ στιλβώνω
(μτφ. ) δελεάζω με την επίδειξη χρημάτων ή χαρισμάτων
✦ (αμτβ.) λάμπω σαν γυαλί
✦ φρ. του γυάλισε, του άρεσε, τον εντυπωσίασε – γυαλίζουν τα μάτια του, είναι τρελός ή έχει βλέμμα γεμάτο αγωνία και επιθυμία για κάτι
✦ γυαλίζομαι, κοιτάζομαι στον καθρέφτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.