γριγρί
Προφορά
Ετυμολογία
γριγρί └τουρκ┘gir-gir
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γριγρί
✦ μικρό αλιευτικό σκάφος με πυροφάνι: ξανοίγουν γύρω γύρω τα γριγριά, με φώτα πολλής δυνάμεως, για το ψάρεμα (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–