γραφειακός


γραφειακός
Προφορά

Ετυμολογία
γραφειακός γραφείον

Ερμηνεία
επίθετο┘ γραφειακός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γραφείο: γραφειακά έξοδα – γραφειακός εξοπλισμός (έπιπλα και είδη γραφείου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.