γραπτός


γραπτός
Προφορά

Ετυμολογία
γραπτός αρχαία ελληνική γραπτός

Ερμηνεία
γραπτός

✦ -ή, -ό κ. γραφτός, -ή, -ό επίθ. (Κ -πτή, -όν) γραμμένος, έγγραφος
✦ ζωγραφισμένος ή σκαλισμένος: γραπτά αγγεία
✦ το γραφτό ως ουσ., η μοίρα, το πεπρωμένο
✦ ουδ. το γραπτό ως ουσ., η κόλα των γραπτών εξετάσεων
✦ πληθ. ουδ. τα γραπτά ως ουσ., οι εξετάσεις κατά τις οποίες ο εξεταζόμενος γράφει τις απαντήσεις (σε αντίθ. προς τα προφορικά)
✦ τα δοκίμια των γραπτών εξετάσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα
άγραφος, προφορικός
Επιρρήματα
γραπτά κ.γραφτά (Κ γραπτώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.