γρανιτώδης


γρανιτώδης
Προφορά

Ετυμολογία
γρανιτώδης γρανίτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ γρανιτώδης -ης, -ες

✦ ο όμοιος με γρανίτη
✦ που αποτελείται από γρανίτη ή περιέχει γρανίτη
(μτφ. ) σταθερός, ακατάλυτος: γρανιτώδης θέληση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.