γραμμογράφος


γραμμογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
γραμμογράφος γραμμή + γράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γραμμογράφος

✦ αυτός που χαράζει γραμμές με ειδικά όργανα ή συσκευές
✦ όργανο ή συσκευή για τη χάραξη γραμμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.