γρίπος


γρίπος
Προφορά

Ετυμολογία
γρίπος μεταγενέστερη ελληνική γρῖπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γρίπος

✦ αλιευτική συσκευή από δίχτυα
✦ σκοινί που ρίχνεται στη θάλασσα για συλλογή ναρκών ή άλλων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.