γρίλια
Προφορά
Ετυμολογία
γρίλια └γαλλ┘ grille
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γρίλια
✦ μικρό κιγκλίδωμα
✦ στα γαλλικά παράθυρα, τα επικλινή σανιδάκια που αποτελούν το περιβαλλόμενο από την κορνίζα μέρος του παραθυρόφυλλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–