γουρλίδικος


γουρλίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
γουρλίδικος πληθ. του γουρλής

Ερμηνεία
επίθετο┘ γουρλίδικος -η, -ο

✦ ευοίωνος, που φέρνει γούρι

Συνώνυμα

Αντίθετα
γουρσούζικος
Επιρρήματα
γουρλίδικα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.