γονιός


γονιός
Προφορά

Ετυμολογία
γονιός γονέος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γονιός

✦ ο πατέρας: τ’ αποθαμένου γονιού μόνο τα καλά θυμάται το παιδί (Διδώ Σωτηρίου)
✦ πληθ. γονιοί, κ. γονέοι, οι γεννήτορες (πατέρας και μάνα): όταν οι γονιοί βγαίνουν, στέλνουν την κόρη στο σπίτι του θείου (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.