γονιμότητα


γονιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
γονιμότητα μεταγενέστερη ελληνική γονιμότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γονιμότητα

✦ η ιδιότητα του γόνιμου, του παραγωγικού ή καρποφόρου
✦ γονιμότητα του εδάφους, η ικανότητα καλλιεργούμενου εδάφους να παρέχει στα φυτά τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά
✦ η γεννητικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.