γονατώ


γονατώ
Προφορά

Ετυμολογία
γονατώ γόνατο

Ερμηνεία
ρήμα γονατώ -άς, -ά

✦ γονατίζω (βλ. λ.) : μπρος του περνάν και γονατάν και σκύβουν (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.