γομφώ


γομφώ
Προφορά

Ετυμολογία
γομφώ αρχαία ελληνική γομφόω-ῶ

Ερμηνεία
γομφώ

✦ -οίς, -οί ρ. (εγόμφ-ωσα, -ώθην, γομφωμένος) συνδέω μεταξύ τους κομμάτια ενός συνόλου με ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.