γνώριμος
Προφορά
Ετυμολογία
γνώριμος αρχαία ελληνική γνώριμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γνώριμος -η, -ο
✦ γνωστός, οικείος: που τα παλιά τ’ αμίλητα και τ’ άγνωστα μελλούμενα, τα κάνετε όλα γνώριμα, παντοτινά λαλούμενα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ξένος, άγνωστος, ανέγνωρος
Επιρρήματα
–