γνωμοδοτικός


γνωμοδοτικός
Προφορά

Ετυμολογία
γνωμοδοτικός γνωμοδοτώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ γνωμοδοτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη γνωμοδότηση ή ο αρμόδιος να γνωμοδοτεί: γνωμοδοτικό συμβούλιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.