γνήσιος


γνήσιος
Προφορά

Ετυμολογία
γνήσιος αρχαία ελληνική γνήσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ γνήσιος -ια, -ιο

✦ νόμιμος
✦ πραγματικός, αληθινός
✦ αγνός, ανόθευτος
✦ ουδ. γνήσιο(ν) ως ουσ., η γνησιότητα: το γνήσιον της υπογραφής

Συνώνυμα
άδολος, ακραιφνής, αμιγής
Αντίθετα
νόθος
Επιρρήματα
γνήσια (Κ γνησίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.