γνάφαλο


γνάφαλο
Προφορά

Ετυμολογία
γνάφαλο αρχαία ελληνική κνάφαλλον -κνέφαλλον

Ερμηνεία
γνάφαλο

✦ ιδ. στον πληθ., τα απορρίμματα μαλλιών που δεν κλώθονται και χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών, στρωμάτων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.