γνάπτω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γνάπτωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γνάπτω.mp3Ετυμολογίαγνάπτω αρχαία ελληνική γνάπτω και κνάπτω Ερμηνεία γνάπτω ✦ κ. γνάπτω ρ. (έγναψα) κατεργάζομαι δέρματα: κοίτα τομάρια που ‘χουμε να γνάψουμε (Π. Πρεβελάκης) ✦ λευκαίνω υφάσματα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–