γλώσσα
Προφορά
Ετυμολογία
γλώσσα αρχαία ελληνική γλῶσσα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γλώσσα
✦ μυώδες, ευκίνητο όργανο στη στοματική κοιλότητα που χρησιμεύει για την αίσθηση της γεύσης και την άρθρωση των φθόγγων και υποβοηθεί τη μάσηση και κατάποση των τροφών
✦ το σύνολο των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιεί ένας λαός ή μια ομάδα ανθρώπων για να συνεννοείται γραπτά ή προφορικά
✦ λόγος, ομιλία
✦ ύφος, εκφραστικός τρόπος
✦ (φιλολ.) λέξη απαρχαιωμένη ή ασυνήθιστη, που χρειάζεται ερμηνεία
✦ (μτφ. ) κάθε μέσο για έκφραση ή συνεννόηση: η γλώσσα της μουσικής είναι παγκόσμια
✦ αυθάδεια, αθυροστομία, φλυαρία: έχει μια γλώσσα, η αφιλότιμη – αν πέσεις στη γλώσσα της, χάθηκες!
✦ γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή, το σύνολο των συμβόλων και των εντολών που χρησιμεύουν ως μέσο επικοινωνίας του χρήστη με τον υπολογιστή
Συνώνυμα
γλώσσημα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–