γλύκας


γλύκας
Προφορά

Ετυμολογία
γλύκας γλυκός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γλύκας

✦ ο με ωραία εμφάνιση ή με ευγενικούς τρόπους, συμπαθητικός
✦ (ειρων.) αυτός που έχει προσποιητή γλυκύτητα στους τρόπους του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.