γλύκανση


γλύκανση
Προφορά

Ετυμολογία
γλύκανση αρχαία ελληνική γλύκανσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γλύκανση

✦ το να κάνει κανείς κάτι γλυκό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.