γλωσσοφαρυγγικός


γλωσσοφαρυγγικός
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσοφαρυγγικός γλωσσο-

Ερμηνεία
επίθετο┘ γλωσσοφαρυγγικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη γλώσσα και το φάρυγγα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.