γλωσσοφαγιά
Προφορά
Ετυμολογία
γλωσσοφαγιά αόρ. γλωσσόφαγα του ρήματος γλωσσοτρώγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γλωσσοφαγιά
✦ κακολογία
✦ φθονερός λόγος για την ευτυχία ή τις επιτυχίες κάποιου, που μπορεί να έχει βασκαντική ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–