γλωσσοπλάστρια


γλωσσοπλάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσοπλάστρια γλώσσα + πλάστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γλωσσοπλάστρια

✦ θηλ. γλωσσοπλάστρια αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις ή τύπους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.