γλωσσολογία
Προφορά
Ετυμολογία
γλωσσολογία γλωσσολόγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γλωσσολογία
✦ επιστήμη που μελετά τη γλώσσα, τον ανθρώπινο λόγο
✦ γενική γλωσσολογία, που μελετά τις γενικές συνθήκες λειτουργίας και ανάπτυξης των γλωσσών
✦ εφηρμοσμένη γλωσσολογία, η εφαρμογή των γλωσσολογικών θεωριών και αναλύσεων στη διδασκαλία των γλωσσών, τη μετάφραση, τη λεξικογραφία κτλ.
✦ περιγραφική γλωσσολογία, που μελετά τη γλώσσα σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο
✦ συγκριτική γλωσσολογία, που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις γλώσσες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–