γλωσσοκοπώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γλωσσοκοπώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γλωσσοκοπώ.mp3Ετυμολογίαγλωσσοκοπώ μεσαιωνική ελληνική γλωσσοκοπέω-ῶ (= κόβω τη γλώσσα κάποιου) Ερμηνεία└ρήμα┘ γλωσσοκοπώ -άς, -ά ✦ πολυλογώ, φλυαρώ ✦ κακολογώ, συκοφαντώ κάποιον Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–