γλωσσαμύντωρ
Προφορά
Ετυμολογία
γλωσσαμύντωρ γλώσσα + αμύντωρ (= βοηθός, υπερασπιστής)
Ερμηνεία
γλωσσαμύντωρ
✦ -ορος κ. γλωσσαμύντορας (ο, η) ουσ. ο υπερασπιζόμενος τη γλώσσα του (ειρων. χαρακτηρισμός των οπαδών της καθαρεύουσας): είχαμε γνωρίσει την καθαρεύουσα των γλωσσαμυντόρων (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–