γλωσσαλγία


γλωσσαλγία
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσαλγία αρχαία ελληνική γλωσσαλγία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γλωσσαλγία

✦ πόνος της γλώσσας
(μτφ. ) ακατάσχετη φλυαρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.