γλωσσίδι


γλωσσίδι
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσίδι μεταγενέστερη ελληνική γλωσσίδιον, υποκοριστικό του γλωσσίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γλωσσίδι

✦ κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα γλώσσας
✦ μακρουλό σίδερο που κρέμεται μέσα στις καμπάνες και χρησιμεύει για να τις χτυπούν μ’ αυτό: σαν την καμπάνα που βοά ακόμα και σαν πάψουν να βαρούνε το γλωσσίδι (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.